- πολυανθρωπώ
- -έω, Α [πολυάνθρωπος]κατοικούμαι από πολλά άτομα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυανθρώπῳ — πολυάνθρωπος populous masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύλληψη — η / σύλληψις, ήψεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. σύλλαψις Α [συλλαμβάνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συλλαμβάνω, βίαιη κατακράτηση (α. «η σύλληψη τών κακοποιών έγινε αμέσως» β. «ἡ σύλληψις τῆς νεώς», Πολ. γ. «βεβαίως δὲ ἤδη εἰδότες ἐν τῇ πόλει… … Dictionary of Greek